συμπίληση — η / συμπίλησις, ήσεως, ΝΜΑ [συμπιλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπιλώ … Dictionary of Greek
συμπίλημα — το, ΝΜ [συμπιλῶ] καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων νεοελλ. μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα … Dictionary of Greek
παρεκβολή — ἡ, ΜΑ [παρεκβάλλω] 1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση 2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον») … Dictionary of Greek
συρραφή — η, ΝΜΑ [συρράπτω] σύναψη με ραφή, ράψιμο νεοελλ. 1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση 2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών … Dictionary of Greek