συμπίληση

συμπίληση
η
συνένωση διάφορων πραγμάτων με τρόπο άτεχνο: Μια από τις θεωρίες που διατυπώθηκαν για τη δημιουργία των ομηρικών επών είναι και η θεωρία της συμπίλησης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπίληση — η / συμπίλησις, ήσεως, ΝΜΑ [συμπιλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπιλώ …   Dictionary of Greek

  • συμπίλημα — το, ΝΜ [συμπιλῶ] καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων νεοελλ. μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα …   Dictionary of Greek

  • παρεκβολή — ἡ, ΜΑ [παρεκβάλλω] 1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση 2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον») …   Dictionary of Greek

  • συρραφή — η, ΝΜΑ [συρράπτω] σύναψη με ραφή, ράψιμο νεοελλ. 1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση 2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”